κεντίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεντίδι | τα | κεντίδια |
| γενική | του | κεντιδιού | των | κεντιδιών |
| αιτιατική | το | κεντίδι | τα | κεντίδια |
| κλητική | κεντίδι | κεντίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κεντίδι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.