κελοφάνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κελοφάνη οι κελοφάνες
      γενική της κελοφάνης των κελοφανών
    αιτιατική την κελοφάνη τις κελοφάνες
     κλητική κελοφάνη κελοφάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κελοφάνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cellophane  και δείτε τη λέξη σελοφάν

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.loˈfa.ni/

Ουσιαστικό

κελοφάνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.