κεκάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεκάκι τα κεκάκια
      γενική
    αιτιατική το κεκάκι τα κεκάκια
     κλητική κεκάκι κεκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεκάκι < υποκοριστικό του κέκ (κέικ)

Ουσιαστικό

κεκάκι ουδέτερο

  • υποκοριστικό του: κέικ

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κέικ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.