καϊξής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καϊξής | οι | καϊξήδες |
| γενική | του | καϊξή | των | καϊξήδων |
| αιτιατική | τον | καϊξή | τους | καϊξήδες |
| κλητική | καϊξή | καϊξήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καϊξής < (άμεσο δάνειο) τουρκική kayıkçı < kayık
Μεταφράσεις
καϊξής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.