καφφενές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καφφενές οι καφφενέδες
      γενική του καφφενέ των καφφενέδων
    αιτιατική τον καφφενέ τους καφφενέδες
     κλητική καφφενέ καφφενέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καφφενές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kahvehane +

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.feˈnes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καφφενές

Ουσιαστικό

καφφενές αρσενικό

  • άλλη γραφή του καφενές
      Ὁ κύριος Πετσωματᾶς, ὁπλαρχηγὸς εἰρήνης, / 'στὸν τελευταῖον πόλεμoν χαλάσας τρεῖς καπόταις, / φαγὼν ὀλίγα χρήματα τῆς Ἐθνικῆς Ἀμύνης, / πρὸ πάντων δὲ διακριθεὶς εἰς τὸ σουφρόνειν κόταις, / 'στοὺς καφφενέδες σκυθρωπὸς καὶ μόνος ἐπλανᾶτο, / καὶ 'στὰ τραπέζια κἄποτε ἡσύχως ἐκοιμᾶτο. (Γεώργιος Σουρής, Ο κύριος Πετσωματάς, 1886)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.