καφτάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καφτάνι | τα | καφτάνια |
| γενική | του | καφτανιού | των | καφτανιών |
| αιτιατική | το | καφτάνι | τα | καφτάνια |
| κλητική | καφτάνι | καφτάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καφτάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaftan < περσική خفتان (qaftān)
Ουσιαστικό
καφτάνι ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.