καυλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καυλώνω < από το ουσιαστικό καυλός
Ρήμα
καυλώνω
- ερεθίζομαι σεξουαλικά, ανάβω, έχω έντονη επιθυμία για συνουσία, έχω καύλες
- στον προφορικό κυρίως λόγο, συναντάται και γκαυλώνω
Συγγενικά
- καύλα
- καυλί
- καυλιάρης
- καυλίμπας
- καυλωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.