bander

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /bɑ̃.de/
 

Ρήμα

bander (fr)

  1. (μεταβατικό) δένω με ταινία ή επίδεσμο
    il faut vite bander la blessure - πρέπει να κάνουμε γρήγορα έναν επίδεσμο
  2. (μεταβατικό) τεντώνω δυνατά
    Ulysse a bandé son arc - ο Οδυσσέας τέντωσε το τόξο του
  3. (αμετάβατο) (χυδαίο) ερεθίζομαι σεξουαλικά, έχω καύλες, μου σηκώνεται
    il bande - του σηκώνεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.