bander
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /bɑ̃.de/
- ⓘ
Ρήμα
bander (fr)
- (μεταβατικό) δένω με ταινία ή επίδεσμο
- il faut vite bander la blessure - πρέπει να κάνουμε γρήγορα έναν επίδεσμο
- (μεταβατικό) τεντώνω δυνατά
- Ulysse a bandé son arc - ο Οδυσσέας τέντωσε το τόξο του
- (αμετάβατο) (χυδαίο) ερεθίζομαι σεξουαλικά, έχω καύλες, μου σηκώνεται
- il bande - του σηκώνεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.