κατσαριδοκτόνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσαριδοκτόνο τα κατσαριδοκτόνα
      γενική του κατσαριδοκτόνου των κατσαριδοκτόνων
    αιτιατική το κατσαριδοκτόνο τα κατσαριδοκτόνα
     κλητική κατσαριδοκτόνο κατσαριδοκτόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατσαριδοκτόνο < κατσαρίδα + κτείνω.

Ουσιαστικό

κατσαριδοκτόνο ουδέτερο

  1. Ουσία (εντομοκτόνο) για την εξόντωση των κατσαρίδων.
    Οι κατσαρίδες έχουν εμφανίσει αντοχή σε πολλά είδη κατσαριδοκτόνων.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.