κατσάβραχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατσάβραχο | τα | κατσάβραχα |
| γενική | του | κατσάβραχου | των | κατσάβραχων |
| αιτιατική | το | κατσάβραχο | τα | κατσάβραχα |
| κλητική | κατσάβραχο | κατσάβραχα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κατσάβραχο ουδέτερο
- απόκρημνος βράχος
- (στον πληθυντικό) κατσάβραχα: βραχώδης, απόκρημνος τόπος, που είναι δύσβατος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κατσάβραχο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.