αγρίωμα

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγρίωμα τα αγριώματα
      γενική του αγριώματος των αγριωμάτων
    αιτιατική το αγρίωμα τα αγριώματα
     κλητική αγρίωμα αγριώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

άγριος + -ωμα

Ουσιαστικό

ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.