κατοικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατοικισμός οι κατοικισμοί
      γενική του κατοικισμού των κατοικισμών
    αιτιατική τον κατοικισμό τους κατοικισμούς
     κλητική κατοικισμέ κατοικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατοικισμός < αρχαία ελληνική κατοικισμός

Ουσιαστικό

κατοικισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.