καταχώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταχώνω < μεσαιωνική ελληνική καταχώνω < αρχαία ελληνική καταχώννυμι < κατά + χώννυμι < χόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χύνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈxo.no/

Ρήμα

καταχώνω (παθητική φωνή: καταχώνομαι)

  1. χώνω κάτι σε μεγάλο βάθος (στη γη) (σκεπάζοντάς το από πάνω)
  2. καταχωνιάζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.