καταχώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταχώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος καταχώνω

Ρήμα

καταχώνομαι

  • με χώνουν κάπου όπου είναι πολύ δύσκολο να με βρει κάποιος άλλος.

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.