καταφύγιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | καταφύγιον | τὰ | καταφύγιᾰ |
| γενική | τοῦ | καταφυγίου | τῶν | καταφυγίων |
| δοτική | τῷ | καταφυγίῳ | τοῖς | καταφυγίοις |
| αιτιατική | τὸ | καταφύγιον | τὰ | καταφύγιᾰ |
| κλητική ὦ! | καταφύγιον | καταφύγιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταφυγίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταφυγίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταφύγιον < καταφυγ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Πηγές
- καταφύγιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.