καταφορτώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταφορτώνω < κατα- + φορτώνω (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική download)
Ρήμα
καταφορτώνω
- φορτώνω παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει
- (νεολογισμός) (πληροφορική) download: μεταφέρω δεδομένα ή αρχεία στον υπολογιστή μου από το διαδίκτυο
- ※ Για να καταφορτώσετε το εγχειρίδιο, πληκτρολογήστε τον κωδικό και κάντε κλικ στο πλήκτρο «Download» [1]
- ※ Αν προτιμάτε τις συνοδευτικές σημειώσεις και το εγχειρίδιο σε μορφή απλού κειμένου, μπορείτε να τα καταφορτώσετε (download) όλα μαζί σε μορφή zip. [2]
- ※ Προκειμένου να λειτουργεί σωστά, ο ιστότοπός μας απαιτεί λίγες σύντομες πληροφορίες υπό μορφή κειμένου, οι οποίες καταφορτώνονται από τον υπολογιστή σας και αποθηκεύονται στους λεγόμενους φακέλους cookies [3]
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταφορτώνω | καταφόρτωνα | θα καταφορτώνω | να καταφορτώνω | καταφορτώνοντας | |
| β' ενικ. | καταφορτώνεις | καταφόρτωνες | θα καταφορτώνεις | να καταφορτώνεις | καταφόρτωνε | |
| γ' ενικ. | καταφορτώνει | καταφόρτωνε | θα καταφορτώνει | να καταφορτώνει | ||
| α' πληθ. | καταφορτώνουμε | καταφορτώναμε | θα καταφορτώνουμε | να καταφορτώνουμε | ||
| β' πληθ. | καταφορτώνετε | καταφορτώνατε | θα καταφορτώνετε | να καταφορτώνετε | καταφορτώνετε | |
| γ' πληθ. | καταφορτώνουν(ε) | καταφόρτωναν καταφορτώναν(ε) |
θα καταφορτώνουν(ε) | να καταφορτώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταφόρτωσα | θα καταφορτώσω | να καταφορτώσω | καταφορτώσει | ||
| β' ενικ. | καταφόρτωσες | θα καταφορτώσεις | να καταφορτώσεις | καταφόρτωσε | ||
| γ' ενικ. | καταφόρτωσε | θα καταφορτώσει | να καταφορτώσει | |||
| α' πληθ. | καταφορτώσαμε | θα καταφορτώσουμε | να καταφορτώσουμε | |||
| β' πληθ. | καταφορτώσατε | θα καταφορτώσετε | να καταφορτώσετε | καταφορτώστε | ||
| γ' πληθ. | καταφόρτωσαν καταφορτώσαν(ε) |
θα καταφορτώσουν(ε) | να καταφορτώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταφορτώσει | είχα καταφορτώσει | θα έχω καταφορτώσει | να έχω καταφορτώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταφορτώσει | είχες καταφορτώσει | θα έχεις καταφορτώσει | να έχεις καταφορτώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταφορτώσει | είχε καταφορτώσει | θα έχει καταφορτώσει | να έχει καταφορτώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταφορτώσει | είχαμε καταφορτώσει | θα έχουμε καταφορτώσει | να έχουμε καταφορτώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταφορτώσει | είχατε καταφορτώσει | θα έχετε καταφορτώσει | να έχετε καταφορτώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταφορτώσει | είχαν καταφορτώσει | θα έχουν καταφορτώσει | να έχουν καταφορτώσει |
| |
Αναφορές
- BD medical technology. Προσπέλαση 2020-06-30.
- Προσομοιωτής Υποθετικού Λειτουργικού Συστήματος. Προσπέλαση 2020-06-30.
- Πολιτική Cookies. Προσπέλαση 2020-06-30.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.