καταρράχι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καταρράχι τα καταρράχια
      γενική του καταρραχιού των καταρραχιών
    αιτιατική το καταρράχι τα καταρράχια
     κλητική καταρράχι καταρράχια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

καταρράχι ουδέτερο

Συγγενικά

  • Καταρράχι (τοπωνύμιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.