κρουνελιάζοντας
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
κρουνελιάζοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κρουνελιάζω
- ※ ρέμα ορμητικό, που παφλάζει κρουνελιάζοντας ψηλοκρεμαστό, από καταρράχι (Άγγελος Τερζάκης, Απρίλης, δʹ έκδοση αναθεωρημένη (Αθήνα: Βιβλοπωλείον της Εστίας, 1986), σελ. 111)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.