καταπίστευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταπίστευση οι καταπιστεύσεις
      γενική της καταπίστευσης* των καταπιστεύσεων
    αιτιατική την καταπίστευση τις καταπιστεύσεις
     κλητική καταπίστευση καταπιστεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπιστεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταπίστευση < ελληνιστική καταπιστεύω

Ουσιαστικό

καταπίστευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.