κατανυκτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατανυκτικό τα κατανυκτικά
      γενική του κατανυκτικού των κατανυκτικών
    αιτιατική το κατανυκτικό τα κατανυκτικά
     κλητική κατανυκτικό κατανυκτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατανυκτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κατανυκτικός

Ουσιαστικό

κατανυκτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κατανυκτικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.