κατακύρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατακύρωση οι κατακυρώσεις
      γενική της κατακύρωσης* των κατακυρώσεων
    αιτιατική την κατακύρωση τις κατακυρώσεις
     κλητική κατακύρωση κατακυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατακύρωση < κατακυρώνω + -ση

Ουσιαστικό

κατακύρωση θηλυκό

  1. η επικύρωση, η επιβεβαίωση
  2. η αναγνώριση σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος, π.χ. μετά από πλειστηριασμό
  3. η αναγνώριση κατοχής ενός υλικού ή άϋλου αντικειμένου (π.χ. μιας έδρας) με διοικητική ή δικαστική απόφαση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.