καταζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταζήτηση | οι | καταζητήσεις |
| γενική | της | καταζήτησης* | των | καταζητήσεων |
| αιτιατική | την | καταζήτηση | τις | καταζητήσεις |
| κλητική | καταζήτηση | καταζητήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταζητήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καταζήτηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.