σφέας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
σφέας
- ασυναίρετος τύπος της αιτιατικής πληθυντικού της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου (μόνον πληθυντικού) σφεῖς - συνηρημένος τύπος σφᾶς
→ δείτε τη λέξη σφεῖς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.