καταή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταή < καταής με αποβολή του τελικού [s] < καταγής με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ʝ] < αρχαία ελληνική κατά γῆς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐ή
Επίρρημα
καταή
- (λαϊκότροπο)
- άλλη μορφή του καταγής
- (από + καταή) από το έδαφος, από χάμω
- ※ Mια στιγμή έσκυψε και μάζεψ από καταή ένα τσιγάρο. (Μενέλαος Λουντέμης, Συννεφιάζει, 1946 [μυθιστόρημα, από την «τετραλογία του Μέλιου»)
- ※ τον κοίταξε κρύα κρύα κι έφτυσε από καταή (Μενέλαος Λουντέμης, Συλλογή διηγημάτων Γλυκοχάραμα, 1944 αποσπάσματα@books.google)
- άλλες μορφές: καταής
Μεταφράσεις
καταή
|
→ δείτε τη λέξη καταγής |
Πηγές
- καταή - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.