κασετοπειρατής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κασετοπειρατής | οι | κασετοπειρατές |
| γενική | του | κασετοπειρατή | των | κασετοπειρατών |
| αιτιατική | τον | κασετοπειρατή | τους | κασετοπειρατές |
| κλητική | κασετοπειρατή | κασετοπειρατές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.se.to.pi.ɾaˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σε‐το‐πει‐ρα‐τής
Συγγενικά
- κασετοπειρατεία
- → και δείτε τις λέξεις κασέτα και πειρατής
Μεταφράσεις
κασετοπειρατής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.