κασετάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασετάδικο τα κασετάδικα
      γενική του κασετάδικου των κασετάδικων
    αιτιατική το κασετάδικο τα κασετάδικα
     κλητική κασετάδικο κασετάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κασετάδικο < κασέτα + -άδικο

Ουσιαστικό

κασετάδικο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.