κασερόπιτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κασερόπιτα | οι | κασερόπιτες |
| γενική | της | κασερόπιτας | των | (κασεροπιτών) |
| αιτιατική | την | κασερόπιτα | τις | κασερόπιτες |
| κλητική | κασερόπιτα | κασερόπιτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κασερόπιτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.