κασίγνητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κασίγνητος < κάσις + γίγνομαι

Ουσιαστικό

κασίγνητος, -ου αρσενικό (μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκε και ως θηλυκού γένους)

  1. αδερφός, αδελφή, αυτός που έχει γεννηθεί από την ίδια μητέρα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 357 (στίχοι 357-358)
    ἡ δὲ γνὺξ ἐριποῦσα κασιγνήτοιο φίλοιο | πολλὰ λισσομένη χρυσάμπυκας ᾔτεεν ἵππους·
    Τότ᾽ εγονάτισε η θεά και από τον αδελφόν της | τα χρυσοστέφαν᾽ άλογα πολύ θερμά ζητούσε:
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 518 (518-519)
    ἀλλ᾽ ἦλθ᾽ ἴσως που σὸς κασίγνητος λάθραι, | μολὼν δ᾽ ἐθαύμασ᾽ ἄθλιον τύμβον πατρός.
    Μα κρυφά κάπου θα ᾽φτασε ο αδερφός σου | και το μνήμα το άθλιο του γονιού σου έχει τιμήσει.
    Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greeklanguage.gr
  2. (γενικότερα) ξάδελφος

Συγγενικά

  •  και δείτε τη λέξη κάσις

Επίθετο

κασίγνητος, -η, -ον

  • θεσσαλικός τύπος: κατίγνειτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.