κάσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κάσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κάσις, -ιος αρσενικό ή θηλυκό
- αδελφός, αδελφή
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 674 (674-675)
- ἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις, | ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι.
- άρχοντας μ᾽ άρχοντα και μ᾽ αδερφό αδερφός του | κι εχθρός μ᾽ εχθρό θα χτυπηθώ.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις, | ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1440 (1439-1440)
- καὶ τίς ἄν σ᾽ ὁρμώμενον | ἐς προῦπτον Ἅιδην οὐ καταστένοι, κάσι;
- Ποιός, αδελφέ μου, δεν θα σε θρηνούσε, που πας να πέσεις | μόνος σου στο χάσμα του Άδη;
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- Και ποιός μπορεί να μη σε κλάψει, | αφού στον Άδη φανερά πηγαίνεις, αδερφέ μου;
- Μετάφραση (1911): Ηλίας Βουτιερίδης @greek‑language.gr
- Ποιός, αδελφέ μου, δεν θα σε θρηνούσε, που πας να πέσεις | μόνος σου στο χάσμα του Άδη;
- καὶ τίς ἄν σ᾽ ὁρμώμενον | ἐς προῦπτον Ἅιδην οὐ καταστένοι, κάσι;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 428
- ὅ τ᾽ ἐν φιλίπποις Θρῃξὶ Πολύδωρος κάσις.
- Και συ, Πολύδωρε, αδερφέ, που ζεις στη Θράκη.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ὅ τ᾽ ἐν φιλίπποις Θρῃξὶ Πολύδωρος κάσις.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 674 (674-675)
- (μεταφορικά) αυτός που έχει όμοια φύση ή προέλευση ή όμοιο προορισμό
Συγγενικά
- αὐτοκασιγνήτη
- αὐτοκασίγνητος
- κασιγνήτα
- κασιγνήτη
- κασίγνητος
- κασιγνητικός
- κάσιοι
- μητροκασιγνήτη
- πατροκασιγνήτη
- πατροκασίγνητος
- συγκασιγνήτη
- σύγκασις
- τριακάσιοι
Πηγές
- κάσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.