κασιγνήτη
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κασιγνήτη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κασιγνήτη θηλυκό (θηλυκός τύπος της λέξης κασίγνητος)
- αδερφή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 441 (στίχοι 440-441)
- Δεῖμός τ᾽ ἠδὲ Φόβος καὶ Ἔρις ἄμοτον μεμαυῖα, | Ἄρεος ἀνδροφόνοιο κασιγνήτη ἑτάρη τε,
- ο Δείμος και ο Φόβος κει, η λυσσασμένη Έρις, | πού ᾽ναι αδελφή και σύντροφη του ανθρωποφόνου Άρη,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Δεῖμός τ᾽ ἠδὲ Φόβος καὶ Ἔρις ἄμοτον μεμαυῖα, | Ἄρεος ἀνδροφόνοιο κασιγνήτη ἑτάρη τε,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 12 (11-13)
- ὅθεν σε πατρὸς ἐκ φόνων ἐγώ ποτε | πρὸς σῆς ὁμαίμου καὶ κασιγνήτης λαβὼν | ἤνεγκα κἀξέσωσα
- απ᾽ όπου, όταν εσφάζαν | τον πατέρα σου μέσα, εγώ σε πήρα | από της αυταδέρφης σου τα χέρια | και σ᾽ έσωσα
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ὅθεν σε πατρὸς ἐκ φόνων ἐγώ ποτε | πρὸς σῆς ὁμαίμου καὶ κασιγνήτης λαβὼν | ἤνεγκα κἀξέσωσα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 441 (στίχοι 440-441)
- αιολικός τύπος : κασιγνήτα
- (κυπριακός τύπος): κασινήτα, καἱνίτα
Συγγενικά
- → δείτε και τις λέξεις κάσις και κασίγνητος
Πηγές
- κασιγνήτη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κασιγνήτη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.