κασιγνήτη

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κασιγνήτη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κασιγνήτη θηλυκό (θηλυκός τύπος της λέξης κασίγνητος)

  • αιολικός τύπος: κασιγνήτα
  • (κυπριακός τύπος): κασινήτα, καἱνίτα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.