καρχαρόδους
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | καρχαρόδους | τὸ | καρχαρόδουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καρχαρόδοντος | τοῦ | καρχαρόδοντος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καρχαρόδοντῐ | τῷ | καρχαρόδοντῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | καρχαροδοντᾰ | τὸ | καρχαρόδουν | ||
| κλητική ὦ! | καρχαρόδους | καρχαρόδουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | καρχαρόδοντες | τὰ | καρχαρόδοντᾰ | ||
| γενική | τῶν | καρχαροδόντων | τῶν | καρχαροδόντων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καρχαρόδουσῐ(ν) | τοῖς | καρχαρόδουσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καρχαρόδοντᾰς | τὰ | καρχαρόδοντᾰ | ||
| κλητική ὦ! | καρχαρόδοντες | καρχαρόδοντᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρχαρόδοντε | τὼ | καρχαρόδοντε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καρχαροδόντοιν | τοῖν | καρχαροδόντοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χαυλιόδους' όπως «χαυλιόδους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καρχαρόδους < κάρχαρ(ος) + -όδους < (ὀδούς)
Επίθετο
καρχαρόδους, -όδους, -όδουν
- (για σκυλιά, λιοντάρια, ψάρια κλπ) που έχει κοφτερά, πριονωτά δόντια
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 360 (360-362)
- ὡς δ᾽ ὅτε καρχαρόδοντε δύω κύνε, εἰδότε θήρης, | ἢ κεμάδ᾽ ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον ἐμμενὲς αἰεὶ | χῶρον ἀν᾽ ὑλήενθ᾽, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκώς,
- Και ως δυο σκύλοι σκληρόδοντες, εξαίσιοι στο κυνήγι, | λαγόν ή ζάρκαδον στενά ξετρέχουν μες στον λόγγον, | και αυτός φεύγει βελάζοντας·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτε καρχαρόδοντε δύω κύνε, εἰδότε θήρης, | ἢ κεμάδ᾽ ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον ἐμμενὲς αἰεὶ | χῶρον ἀν᾽ ὑλήενθ᾽, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκώς,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 175 (174-175)
- εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ, ἐνέθηκε δὲ χερσὶν | ἅρπην καρχαρόδοντα, δόλον δ᾽ ὑπεθήκατο πάντα.
- Τον έβαλε να κάθεται σ᾽ ενέδρα κρύβοντάς τον και του ᾽βαλε στο χέρι του | το κοφτερόδοντο δρεπάνι κι όλο το δόλιο σχέδιο του δίδαξε.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ, ἐνέθηκε δὲ χερσὶν | ἅρπην καρχαρόδοντα, δόλον δ᾽ ὑπεθήκατο πάντα.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 604 (604-605)
- καὶ κύνα καρχαρόδοντα κομεῖν, μὴ φείδεο σίτου, | μή ποτέ σ᾽ ἡμερόκοιτος ἀνὴρ ἀπὸ χρήμαθ᾽ ἕληται.
- Και σκύλο να φροντίζεις κοφτερόδοντο, να μη λυπάσαι το ψωμί γι᾽ αυτόν, | μην τύχει και τα πράγματά σου αφαιρέσει ο κλέφτης που κοιμάται την ημέρα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ κύνα καρχαρόδοντα κομεῖν, μὴ φείδεο σίτου, | μή ποτέ σ᾽ ἡμερόκοιτος ἀνὴρ ἀπὸ χρήμαθ᾽ ἕληται.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 2, 1 @scaife.perseus
- Ἔτι δὲ τὰ μέν ἐστι καρχαρόδοντα αὐτῶν, οἷον λέων καὶ πάρδαλις καὶ κύων, τὰ δὲ ἀνεπάλλακτα, οἷον ἵππος καὶ βοῦς· καρχαρόδοντα γάρ ἐστιν ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 360 (360-362)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάρχαρος
Πηγές
- καρχαρόδους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρχαρόδους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.