καρυδάκι

Νέα ελληνικά (el)

σπαστό καρυδάκι (2) για μπουζί
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρυδάκι τα καρυδάκια
      γενική
    αιτιατική το καρυδάκι τα καρυδάκια
     κλητική καρυδάκι καρυδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρυδάκι < υποκοριστικό του καρύδι
τριαντάρι καρυδάκι (2)

Ουσιαστικό

καρυδάκι ουδέτερο

  1. μικρό καρύδι
  2. είδος κλειδιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.