καρτουνίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρτουνίστας οι καρτουνίστες
      γενική του καρτουνίστα των καρτουνιστών
    αιτιατική τον καρτουνίστα τους καρτουνίστες
     κλητική καρτουνίστα καρτουνίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρτουνίστας < καρτούν + -ίστας

Ουσιαστικό

καρτουνίστας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.