καρπολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καρπολόγος | οι | καρπολόγοι |
| γενική | του | καρπολόγου | των | καρπολόγων |
| αιτιατική | τον | καρπολόγο | τους | καρπολόγους |
| κλητική | καρπολόγε | καρπολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρπολόγος < ελληνιστική κοινή καρπολόγος
Ουσιαστικό
καρπολόγος
- (αρσενικό ή θηλυκό) (λογοτεχνικό) που καρπολογεί
- (αρσενικό) εργαλείο με το οποίο συλλέγονται καρποί ή φρούτα
Μεταφράσεις
καρπολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.