καρούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρούλα οι καρούλες
      γενική της καρούλας
    αιτιατική την καρούλα τις καρούλες
     κλητική καρούλα καρούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρούλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καρούλα θηλυκό

  1. φουσκάλα στο δέρμα (πχ των δακτύλων) από τριβή
  2. καρούλι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.