καρντάσαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρντάσαινα | οι | καρντάσαινες |
| γενική | της | καρντάσαινας | — | |
| αιτιατική | την | καρντάσαινα | τις | καρντάσαινες |
| κλητική | καρντάσαινα | καρντάσαινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρντάσαινα < καρντάσ(ης) + -αινα < τουρκική kardaş
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.