καρικατούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρικατούρα οι καρικατούρες
      γενική της καρικατούρας
    αιτιατική την καρικατούρα τις καρικατούρες
     κλητική καρικατούρα καρικατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρικατούρα < ιταλική caricatura

Ουσιαστικό

καρικατούρα θηλυκό

  1. ανεπιτυχής απομίμηση ενός προτύπου
  2. αποτυχημένο σχέδιο
  3. σκίτσο το οποίο αναπαριστά πρόσωπα ή πράγματα με κωμική παραμόρφωση, έτσι ώστε να προκαλείται γέλιο
  4. Η γελοιογραφία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.