καρικατούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρικατούρα | οι | καρικατούρες |
| γενική | της | καρικατούρας | — | |
| αιτιατική | την | καρικατούρα | τις | καρικατούρες |
| κλητική | καρικατούρα | καρικατούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρικατούρα < ιταλική caricatura
Ουσιαστικό
καρικατούρα θηλυκό
- ανεπιτυχής απομίμηση ενός προτύπου
- αποτυχημένο σχέδιο
- σκίτσο το οποίο αναπαριστά πρόσωπα ή πράγματα με κωμική παραμόρφωση, έτσι ώστε να προκαλείται γέλιο
- Η γελοιογραφία
Μεταφράσεις
καρικατούρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.