καρηβαρής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | καρηβαρής | τὸ | καρηβαρές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καρηβαροῦς | τοῦ | καρηβαροῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καρηβαρεῖ | τῷ | καρηβαρεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | καρηβαρῆ | τὸ | καρηβαρές | ||
| κλητική ὦ! | καρηβαρές | καρηβαρές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | καρηβαρεῖς | τὰ | καρηβαρῆ | ||
| γενική | τῶν | καρηβαρῶν | τῶν | καρηβαρῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καρηβαρέσῐ(ν) | τοῖς | καρηβαρέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καρηβαρεῖς | τὰ | καρηβαρῆ | ||
| κλητική ὦ! | καρηβαρεῖς | καρηβαρῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρηβαρεῖ | τὼ | καρηβαρεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καρηβαροῖν | τοῖν | καρηβαροῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- καρηβαράω
- καρηβάρεια
- καρηβαρέω
- καρηβάρησις
- καρηβαρία
- καρηβαριάω
- καρηβαρικός
- καρηβαρίτης
Πηγές
- καρηβαρής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.