καρηβαρής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / καρηβαρής τὸ καρηβαρές
      γενική τοῦ/τῆς καρηβαροῦς τοῦ καρηβαροῦς
      δοτική τῷ/τῇ καρηβαρεῖ τῷ καρηβαρεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν καρηβαρ τὸ καρηβαρές
     κλητική ! καρηβαρές καρηβαρές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καρηβαρεῖς τὰ καρηβαρ
      γενική τῶν καρηβαρῶν τῶν καρηβαρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς καρηβαρέσ(ν) τοῖς καρηβαρέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς καρηβαρεῖς τὰ καρηβαρ
     κλητική ! καρηβαρεῖς καρηβαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καρηβαρεῖ τὼ καρηβαρεῖ
      γεν-δοτ τοῖν καρηβαροῖν τοῖν καρηβαροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρηβαρής < κάρη + -βαρής. Μορφολογικά αναλύεται σε κάρη (κεφάλι) + βαρύς

Επίθετο

καρηβαρής, -ής, -ές

Συγγενικά

  • καρηβαράω
  • καρηβάρεια
  • καρηβαρέω
  • καρηβάρησις
  • καρηβαρία
  • καρηβαριάω
  • καρηβαρικός
  • καρηβαρίτης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.