καρδιογνώστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρδιογνώστρια οι καρδιογνώστριες
      γενική της καρδιογνώστριας των καρδιογνωστριών
    αιτιατική την καρδιογνώστρια τις καρδιογνώστριες
     κλητική καρδιογνώστρια καρδιογνώστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρδιογνώστρια < καρδιογνώστης + -τρια

Ουσιαστικό

καρδιογνώστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.