Καραμανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καραμανία οι Καραμανίες
      γενική της Καραμανίας των Καραμανιών
    αιτιατική την Καραμανία τις Καραμανίες
     κλητική Καραμανία Καραμανίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καραμανία < πιθανόν από κάποιον Καραμάν Μπέη ή Καραμάνμπεη, που δημιούργησε εκεί μικρό μπεηλίκι Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Καραμανία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

νέα ελληνικά:

μεσαιωνικά ελληνικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.