καραμελόχρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καραμελόχρωμα | τα | καραμελοχρώματα |
| γενική | του | καραμελοχρώματος | των | καραμελοχρωμάτων |
| αιτιατική | το | καραμελόχρωμα | τα | καραμελοχρώματα |
| κλητική | καραμελόχρωμα | καραμελοχρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καραμελόχρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καραμελόχρωμα ουδέτερο
- (οικείο) γενική ονομασία για κάθε συνθετική ή φυσική ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χρωματισμό τροφίμων και ιδιαίτερα των γλυκών
- (ειδικότερα) το προσθετικό τροφίμων E150
Μεταφράσεις
καραμελόχρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.