καραβιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καραβιά | οι | καραβιές |
| γενική | της | καραβιάς | των | καραβιών |
| αιτιατική | την | καραβιά | τις | καραβιές |
| κλητική | καραβιά | καραβιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καραβιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καραβιά θηλυκό
Μεταφράσεις
καραβιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.