καπήλευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπήλευση οι καπηλεύσεις
      γενική της καπήλευσης* των καπηλεύσεων
    αιτιατική την καπήλευση τις καπηλεύσεις
     κλητική καπήλευση καπηλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καπηλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπήλευση < καπηλεύομαι + -ση

Ουσιαστικό

καπήλευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.