κανονάκι
Νέα ελληνικά (el)

παιδικό κανονάκι κατασκευασμένο τη δεκαετία του 1920 στις ΗΠΑ

Αζέρος παίζει κανονάκι (1915)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κανονάκι | τα | κανονάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κανονάκι | τα | κανονάκια |
| κλητική | κανονάκι | κανονάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανονάκι < υποκοριστικό του κανόνι
Ουσιαστικό
κανονάκι ουδέτερο
- μικρό κανόνι
- (μουσικό όργανο) έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, σε σχήμα τραπεζίου, που παίζεται με τα δάχτυλα· μοιάζει με το σαντούρι, μόνο που εκείνο παίζεται με δύο λεπτές ράβδους
- επιπλέον "ζωή" στα ηλεκτρονικά παιχνίδια ("πήρα (το) κανονάκι") εμφανίστηκε ως αδόκιμος όρος στα ηλεκτρονικά με κερματοδέκτες, και στη συνέχεια "πέρασε" και στους η/υ.
Μεταφράσεις
μικρό κανόνι
|
|
μουσικό όργανο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.