κανίς

Νέα ελληνικά (el)

σκιτσαρισμένο κανίς

Ετυμολογία

κανίς < (λόγιο δάνειο) γαλλική caniche [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κανίς
ομόηχο: κανείς
τονικό παρώνυμο: κάνεις

Ουσιαστικό

κανίς ουδέτερο άκλιτο

  1. (θηλαστικό ζώο) ράτσα μικρόσωμων σκυλιών
  2. σκυλί αυτής της ράτσας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.