κανατούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κανατούλα | οι | κανατούλες |
| γενική | της | κανατούλας | — | |
| αιτιατική | την | κανατούλα | τις | κανατούλες |
| κλητική | κανατούλα | κανατούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανατούλα < κανάτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.naˈtu.la/
Μεταφράσεις
κανατούλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.