κανάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κανάρι | τα | κανάρια |
| γενική | του | καναριού | των | καναριών |
| αιτιατική | το | κανάρι | τα | κανάρια |
| κλητική | κανάρι | κανάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανάρι < ιταλική canari (πληθυντικός του παλαιού ιταλικού canario) < λατινική canarius < canis (σκύλος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱwṓ (σκύλος)
Μεταφράσεις
κανάρι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.