καμμύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καμμύω < αρχαία ελληνική καμμύω, επικός τύπος του καταμύω

Ρήμα

καμμύω (καθαρεύουσα)

  1. κλείνω τα μάτια
      Ἐν τούτοις ἐγώ τήν νύκτα ἐκείνην οὔτε νά φάγω ἠμπόρεσα, οὔτε νά κοιμηθῶ. Ἐκοιτόμην εἰς τό στρῶμα μέ καμμυομένους ὀφθαλμούς, ἀλλ' ἔτεινον τά ὦτα προσεκτικά πρός πᾶσαν κίνησιν τῆς μητρός μου, ἡ ὁποία, ὁπως πάντοτε, ἠγρύπνει παρά τό προσκεφάλαιον τῆς ἀσθενοῦς.
    Γεώργιος Βιζυηνός, Τὸ ἁμάρτημα τῆς μητρός μου, 1883
  2. (κατ’ επέκταση) κοιμάμαι
  3. (μεταφορικά) πεθαίνω



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καμμύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμμύω

Ρήμα

καμμύω

  1. (μεταβατικό) κλείνω τα μάτια
  2. (αμετάβατο) κλείνω τα μάτια
  3. (αμετάβατο) κοιμάμαι
  4. (αμετάβατο) πεθαίνω
  5. (αμετάβατο) (μεταφορικά) παραβλέπω, αδιαφορώ

Συγγενικά

  • καμμυός
  • καμμυτσουρίζω
  • καμμυτσούρης

Ρηματικοί τύποι

  • ἐκάμμυσε
  • κάμμυσε
  • καμμύσω
  • καμνυσμένος (μετοχή)
  • καμμυμένος (μετοχή παρακειμένου)

Εκφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

καμμύω

  • ποιητικός και επικός τύπος του καταμύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.