καμμύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καμμύω < αρχαία ελληνική καμμύω, επικός τύπος του καταμύω
Ρήμα
καμμύω (καθαρεύουσα)
- κλείνω τα μάτια
- ※ Ἐν τούτοις ἐγώ τήν νύκτα ἐκείνην οὔτε νά φάγω ἠμπόρεσα, οὔτε νά κοιμηθῶ. Ἐκοιτόμην εἰς τό στρῶμα μέ καμμυομένους ὀφθαλμούς, ἀλλ' ἔτεινον τά ὦτα προσεκτικά πρός πᾶσαν κίνησιν τῆς μητρός μου, ἡ ὁποία, ὁπως πάντοτε, ἠγρύπνει παρά τό προσκεφάλαιον τῆς ἀσθενοῦς.
- (κατ’ επέκταση) κοιμάμαι
- (μεταφορικά) πεθαίνω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καμμύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμμύω
Ρήμα
καμμύω
- καμμυώ
- καμμῶ
- καμμύζω
- καμνύω
Συγγενικά
- καμμυός
- καμμυτσουρίζω
- καμμυτσούρης
Ρηματικοί τύποι
- ἐκάμμυσε
- κάμμυσε
- καμμύσω
- καμνυσμένος (μετοχή)
- καμμυμένος (μετοχή παρακειμένου)
Εκφράσεις
Πηγές
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- καμμύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- καμμύω σελ.312-313, σελ.313, Τόμος 7 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
καμμύω
- ποιητικός και επικός τύπος του καταμύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.