καμμύω τά δυό μου

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καμμύω τὰ δυό μου <  δείτε τις λέξεις καμμύω, τά, δυό και μου

Έκφραση

καμμύω τὰ δυό μου

  • πεθαίνω
      τέλος 15ου αιώνα - Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, στίχ. 598 (598-599)
    Χαρά ᾿ς τον ὁποῦ ᾿πόθανεν καὶ κάμμυσε τὰ δυό του,
    παρὰ νὰ χάσῃ, τὴν ζωὴν καὶ νἄναι κ᾽ εἰς στανιό του.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.