καλοψυχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλοψυχία | οι | καλοψυχίες |
| γενική | της | καλοψυχίας | των | καλοψυχιών |
| αιτιατική | την | καλοψυχία | τις | καλοψυχίες |
| κλητική | καλοψυχία | καλοψυχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλοψυχία < μεσαιωνική ελληνική καλοψυχία < καλόψυχος
Μεταφράσεις
καλοψυχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.